-
1 γεμω
1) быть нагруженным(πλοῖα γέμοντα Xen.; χρημάτων Thuc.)
γεμούσης τῆς νεός Her. — так как корабль был (чрезмерно) нагружен2) быть полным, переполненным, изобиловать(κῶμαι πολλῶν καὴ ἀγαθῶν γέμουσαι Xen.; λιμέν ἔγεμε πλοίων Plat.; σίτου γέμουσα πόλις Polyb.)
γ. παντοδαπῶν νοσημάτων Plut. — страдать всяческими болезнями3) быть преисполненным(τῆς ἀληθείας Aesch.; θυμιαμάτων καὴ στεναγμάτων Soph.; ἐλπίδων Plat.; μεταμελείας Arst.)
-
2 γέμω
b = κύειν, Hsch.2 c. gen. rei, to be full of,πλοῖα γέμοντα χρημάτων Th.7.25
;λιμὴν ἔγεμεν πλοίων Pl.Criti. 117e
;κώμας πολλῶν καὶ ἀγαθῶν γεμούσας X.An.4.6.27
; of animals, to be laden.ὄνοι γέμοντες οἴνου καὶ βρωμάτων Posidon.5
: metaph.,κόμπος τῆς ἀληθείας γ. A.Ag. 613
, cf. S.OT4;γέμω κακῶν δή E.HF 1245
;γ. θρασύτητος Pl.Lg. 649d
; ;πικρίας Phld. Ir.p.56
W.: c. dat., to be filled with, ἰτρίοισι, πέμμασι, Archipp.9, Antiph.174.2;γῆν πυρὸς γέμουσαν ῥεύμασιν Carc.5
;γ. ἐξ ἁρπαγῆς Ev.Matt.23.25
.
См. также в других словарях:
γέμω — (AM γέμω) είμαι γεμάτος από κάτι ή φορτωμένος με κάτι (α. «γέμουν τα δώματα λαό», Ερωτόκρ. β. «γεμούσης τῆς νεώς», Ξεν. γ. «πλοῑα γέμοντα χρημάτων», Θουκ. δ. «γέμω ἐξ ἁρπαγῆς», ΚΔ ε. «γέμουσι μέθης καὶ φόνου», Α. Κάλβος) μσν. νεοελλ. γεμίζω κάτι… … Dictionary of Greek